υπερεντείνω

υπερεντείνω
Ν
τεντώνω κάτι πέρα από το κανονικό, τσιτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + εντείνω. Η λ., στον λόγιο τ. τού απρμφ. ὑπερεντείνειν, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερένταση — η, Ν υπέρμετρη τάση, υπέρμετρο τέντωμα 2. (ηλεκτρολ.) ρεύμα που παράγεται κατά τη στιγμή τής διακοπής ή τής σύνδεσης τού κυκλώματος και τού οποίου η ένταση είναι μεγαλύτερη από τού αρχικού ρεύματος 3. (κυρίως μτφ.) α) υπέρμετρη ένταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”